εγγενώ

εγγενώ
ἐγγενῶ (-άω) (Α)
γεννώ, προξενώ («τῷ σώματι τὴν ἀσιτίαν ἐγγενᾱν δριμύτητας καὶ πικρότητας» — η ασιτία προξενεί αισθήματα δριμύτητας και πικρότητας στον οργανισμό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”